- σιδεροκέφαλος
- η , ο имеющий железное здоровье (часто в пожеланиях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδεροκέφαλος — και σιδηροκέφαλος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας 3. (η ονομ. τού αρσ. και τού θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, η λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο… … Dictionary of Greek
σιδεροκέφαλος — η, ο (συνήθως σε ευχή), ολόγερος, εντελώς υγιής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κεφαλοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό κεφάλι, κυρίως ισχυρό τράχηλο, σιδεροκέφαλος 2. αυτός που έχει γερή κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. θεο δυναμος, χειρο δύναμος] … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
σιδηροκέφαλος — η, ο, Ν βλ. σιδεροκέφαλος … Dictionary of Greek